- δακτυλόδικτος
- δακτυλόδικτος, -ον (Α)φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.)ο ήχος τής σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα τού χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + *δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον τού άχρηστου ενεστ. *δίκω «ρίχνω, χτυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.